- Λύσανδρον
- Λύσανδροςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυαρχία — η (Α ναυαρχία) [ναύαρχος] 1. αρχηγία, διοίκηση στόλου, εξουσία ή δικαιοδοσία ναυάρχου 2. χρονική διάρκεια τής αρχηγίας ενός ναυάρχου («τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον», Ξεν.) αρχ. 1. ναυτική υπεροχή, ηγεμονία στη θάλασσα… … Dictionary of Greek